- σεληνολογία
- ay bilimi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σεληνολογία — η, Ν αστρον. κλάδος τής αστρονομίας που έχει ως αντικείμενό του την φυσική τής Σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenology (< σελήνη + λογία*)] … Dictionary of Greek
σεληνολόγος — ο, η, Ν αστρον. ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη σεληνολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenologist (< Σελήνη + λόγος*)] … Dictionary of Greek